δυσπνοίᾳ — δυσπνοίᾱͅ , δύσπνοια difficulty of breathing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσπνοια — difficulty of breathing fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσπνοια — Αναπνευστική δυσχέρεια που προκαλεί μεταβολή της συχνότητας και αταξία του ρυθμού της αναπνοής. Η δ. μπορεί να είναι καρδιακής (καρδιοπάθειες και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια), αναπνευστικής (οξείες και χρόνιες παθήσεις του υπεζωκότα, των βρόγχων,… … Dictionary of Greek
δυσπνοίας — δυσπνοίᾱς , δύσπνοια difficulty of breathing fem acc pl δυσπνοίᾱς , δύσπνοια difficulty of breathing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπνοιῶν — δύσπνοια difficulty of breathing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπνοίαις — δύσπνοια difficulty of breathing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπνοίης — δύσπνοια difficulty of breathing fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπνοίῃ — δύσπνοια difficulty of breathing fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσπνοιαι — δύσπνοια difficulty of breathing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσπνοιαν — δύσπνοια difficulty of breathing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)